- προχρωματόσωμα
- το, Νβιολ. σώμα, που διακρίνεται από τους πυρηνίσκους, και είναι ορατό στους εν αναπαύσει πυρήνες ορισμένων φανερόγαμων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prochromosome < pro- + chromosome (< χρώμα + σώμα)].
Dictionary of Greek. 2013.